Wikidata:Wiktionary/Data model examples/Leiter (noun, German)/el
Leiter (ουσιαστικό, Γερμανικά)
Λέξημα: L986
Lemma: Leiter (de) <find homonyms…>
Λεξική κατηγορία: ουσιαστικό (Q98989)
Language: German (Q…)
Statements
- Morphology: German declination W1 (Q…)
- Grammatical gender: male (Q…)
- Gendered form: Leiterin (L767623) German noun
- Homonym: Leiter (L782347) German noun
Φόρμα 1
Αναπαράσταση: “Leiter” (de)
Grammatical features: nominative (Q…), singular (Q…)
Statements
- IPA Pronunciation: …
- Syllabification: “Lei-ter”
Φόρμα 2
Αναπαράσταση: “Leiters” (de)
Γραμματικές ιδιότητες: γενική (Q…), ενικός (Q…)
Φόρμα 3
Αναπαράσταση: “Leiterin” (de)
Γραμματικές ιδιότητες: ονομαστική (Q…), ενικός (Q…), θηλυκό (Q…)
Statements:
- Refers to sense: leader (S1)
<εμφάνιση όλων των φορμών...>
Sense 1
Gloss:
- “Führungsperson” (de)
- “leader” (en)
Statements
Sense 2
Gloss:
- “elektrischer Leiter” (de)
- “electrical conductor” (en)